- αυτόκλειστος
- ος , ον герметический (о сосудах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτόκλειστος — η, ο 1. αυτός που κλείνει από μόνος του 2. (για λέβητες και χύτρες) εκείνος του οποίου το σκέπασμα κλείνει ερμητικά από μέσα με την εσωτερική πίεση του ατμού 3. το ουδ. ως ουσ. αυτόκλειστο δοχείο για τη διεξαγωγή χημικών αντιδράσεων που κλείνει… … Dictionary of Greek